- ἐπεκτάσεως
- ἐπεκτάσεω̆ς , ἐπέκτασιςextensionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντόπιση — η 1. περιορισμός σ έναν τόπο, παρεμπόδιση τής επεκτάσεως 2. ο καθορισμός τής θέσης, η επισήμανση 3. ιατρ. περιορισμός καθολικής λοιμώξεως σε ορισμένο όργανο τού σώματος, εξαιτίας λοιμώδους ασθένειας 4. φυσιολ. ο ακριβής καθορισμός τών περιοχών… … Dictionary of Greek
εξαπλωτικός — ή, ό [εξάπλωση] ο επιδεκτικός εξαπλώσεως, επεκτάσεως, διαδόσεως … Dictionary of Greek